-
1 σωτηρία
σωτηρία, ἡ, Rettung, Erhaltung, Befreiung; Aesch. Pers. 500. 721 u. öfter, wie Soph. u. Eur., πόλει σωτηρίαν κατεργάσασϑαι Heracl. 1045; περὶ τῆς πόλεως ἥντινα ἔχετον σωτηρίαν, Ar. Ran. 1362; ἡ ὑπὲρ τῶν νόμων σ., Lycurg. a. E.; vgl. Dem. 26, 12; bes. Heilung von einer Krankheit, Genesung, τίς ἂν ἡμῖν σωτηρία ἐφάνη τοῠ βίου, Plat. Prot. 356 d; σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων, 321 b; Ggstz φϑορά, Phil. 35 e, u. öfter; auch Bewachung, Gefängniß, Legg. XI, 914 e; mit εἰς, glückliche Rückkehr nach einem Orte hin, Plut. Lacaen. apophth. p. 260, wie ἡ οἴκαδε σ., Dem. 50, 16; vgl. νόστιμος σ Aesch. Ag. 334.
-
2 πορίζω
πορίζω, in den Gang oder auf den Weg bringen, τινί τι, Hom. ep. 14, 10; heimführen, εἴ σε ϑεὸς ἐπόρισεν πρὸς ἁμέτερα μέλαϑρα, Soph. El. 1259; – übertr. ausfindig machen, verschaffen, μηχανήν τινα κακῶν, Eur. Alc. 222; absolut, ϑεῶν ποριζόντων καλῶς, Med. 879; νίκην, πόρους, Ar. Equ. 591. 755; χρήματα, Eccl. 236; ἀγαϑόν, Plut. 461; u. oft in Prosa: σοφίας τοῖς μαϑηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήϑειαν πορίζεις, Plat. Phaedr. 275 a; πόρον ἱκανόν, Legg. VI, 752 d; σωτηρίαν τῷ γένει, Prot. 321 b; τῇ ἐμῇ ζητήσει πεπορικὼς ἀπόκρισιν, Phil. 30 d; auch = erwerben, Dem. 2, 16; Hesych. erklärt κερδαίνω. – Med., sich verschaffen, erwerben; ὅπλα, Thuc. 4, 9; ἡδονάς, μηχανήν, Plat. Gorg. 501 a Conv. 191 b; ἀϑανασίαν αὑτοῖς, 208 e, u. oft; ἑαυτῷ, Xen. Hell, 5, 1, 17; μάρτυρας πεπόρισται, Lys. 29, 7; πορίσασϑαι, πεπορίσϑαι σκῆψιν, einen Vorwand ersonnen haben, Pol. 5, 2, 9. 8, 28, 1; vgl. Philemon bei Ath. XIV, 659 c: καινὰ ῥήματα πεπορισμένος γάρ ἐστιν; u. so noch Folgde. – Πεπόρισται ist pass. Thuc. 6, 29 Isocr. 15, 278, wie ἐπορίσϑη 4, 28; u. so ist auch πορίζεται gebraucht Xen. Oec. 7, 19. – Bei den Mathematikern ist πορίζειν = aus dem Beweise noch einen Zusatz ableiten.
-
3 πορίζω
A , 1101, Th.6.29, etc., lateπορίσω Artem.2.68
: [tense] aor. : [tense] pf. :— [voice] Med., [tense] fut. [dialect] Att.ποριοῦμαι D.35.41
: [tense] aor.ἐπορισάμην Ar.Ra. 880
, etc.: —[voice] Pass., [tense] fut.πορισθήσομαι Th.6.37.94
: [tense] aor. ἐπορίσθην ib.37, etc., [dialect] Dor.- ίχθην Lysis
ap.Iamb.VP 17.75: [tense] pf.πεπόρισμαι Isoc.15.278
, D. 44.3 (in med. sense, Lys.29.7, Aeschin.3.209, Philem.123): [tense] plpf.ἐπεπόριστο Th.6.29
: ([etym.] πόρος):—rarely, like πορεύω, carry, bring, σὲ θεὸς ἐπόρισεν ἁμέτερα πρὸς μέλαθρα (prob. for ἐπῶρσεν, ἔπορσεν) S.El. 1267(lyr.).II bring about, furnish, provide,κακά τινι Hom.
Epigr. 14.10; νίκην, χρήματα, etc., Ar.Eq. 593, Ec. 236, Democr.78, IG22.834.14, etc.;ἀρχὴν πολέμου Ar.Fr.81
;τροφὴν τοῖς στρατιώταις Isoc.12.82
;τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν Pl.Phdr. 275a
: abs.,θεῶν ποριζόντων καλῶς E.Med. 879
: freq. with a notion of contriving or inventing, μηχανὰν κακῶν, πόρους, Id.Alc. 222 (lyr.), Ar.Eq. 759, etc.; ;π. τριβάς Ar.Ach. 386
;διαβολήν Th.6.29
;σωτηρίαν τῷ γένει Pl.Prt. 321b
;τῇ ζητήσει ἀπόκρισιν Id.Phlb. 30d
, etc.:—[voice] Med., furnish oneself with, procure, ; δαπάνην, χρήματα, ὅπλα, Th.1.83, 142, 4.9; τὰς ἡδονάς, τἀγαθά, τἀπιτήδεια, etc., Pl.Grg. 501b, La. 199e, Ax. 368b, etc.; ;τὰ δεῖπνα Alex.257.2
; καινὰ ῥήματα Philem.l.c.; ;ἐκ τῶν ἀλλοτρίων π. τὸν βίον Isoc.12.116
; alsoπ. μάρτυρας Lys. 29.7
;πρόφασιν Id.8.3
;λόγους περὶ ἀδίκων πραγμάτων D.35.41
;αἰτίας χρηστὰς ἐπὶ πράγμασι φαύλοις Plu.2.868d
: sts. alsoπορίζεσθαί τι ἑαυτοῖς X.HG5.1.17
, Pl.Smp. 208e; σημεῖα πεπορίσθαι to have acquired the signs, i.e. know them, Hp.Medic. 14; also, have provided for one, receive, Men.Prot.p.16D.:—[voice] Pass., to be provided,τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο Th.6.29
; ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ.. ἐπορίζοντο inducements were easily provided, Id.3.82;δύναμις ἐκ θεῶν π. Pl.R. 364b
;πίστεις ὑπὸ τοῦ λόγου πεπορισμέναι Isoc. 15.278
, cf. Arist.Rh. 1356a1;τὸ γηροβοσκοὺς κεκτῆσθαι τοῖς ἀνθρώποις πορίζεται X.Oec.7.19
; πράξεις πρὸς τὰ φύ χη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι behaviour adapted to.., Arist.HA 596b22, cf. PA 665b3.2 [voice] Act. in med. sense, find money, raise a loan, PCair.Zen.477.16(iii B.C.); obtain,προστάγματα εἰς τὸ τιμωρηθῆναι αὐτούς PMich.Zen.57.9
(iii B.C.); earn,τὸ ζῆν ἀπὸ τῆς γερδιακῆς PLond.3.846.11
(ii A.D.):—[voice] Pass., ἀπ' ἄλλων συντόμως σοι πορισθὲν ἀποδοθήσεται (sc. τὸ ἀργύριον) PMich.Zen. 56.8 (iii B.C.). -
4 προσηκω
дор. ποθήκω1) приходить(ὡς φίλοι Soph.)
χρεία προσήκει Aesch. — это необходимо2) доходить, достигать, простираться(ἐπὴ τὸν ποταμόν, πρὸς τὸ ἱερόν Xen.)
ἐνταῦθ΄ ἐλπίδος προσήκομεν Eur. — вот (и все) на что мы можем рассчитывать3) касаться, относиться(οὐδὲν πρός τινα π. Her.)
τὰ τοῦ πράγματος προσήκοντα Plat. — то, что имеет отношение к делу;εἰ δὲ τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές Soph. — если же у этого иноземца есть что-л. общего с Лаием;(τὰ σκεύη) ὅσα τριήρεσιν προσήκει Plat. — оснащение, необходимое для триер;ἐν τούτῳ προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα Thuc. — в этом отношении ваша судьба нас весьма близко касается;οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε Eur. — не им (= аргосцам) наказывать нас;τοὺς προσήκοντας συμμάχους κολάζειν Thuc. — (каждому) налагать кару на своих союзников;τέν προσήκουσαν σωτηρίαν ἐκπορίζεσθαι Thuc. — заботиться о своем собственном спасения4) (преимущ. impers. и part.) приличествовать, подобатьβελτίονί σοι προσήκει γενέσθαι ἐμοὴ πειθομένῳ Plat. — лучше тебе послушаться меня;τούτους γὰρ προσήκει τῶν πόλεων ἄρχειν Plat. — им то и подобает управлять государствами;τὸ προσῆκον ἐκάστῳ ἀποδιδόναι Plat. — воздавать каждому должное;τὰ προσήκοντα πράττειν περὴ ἀνθρώπους Plat. — делать должное по отношению к людям;λόγοι προσήκοντες τὰ μάλιστα ἀκούειν νέοις Plat. — речи, наиболее подходящие для ушей молодежи;οὐκ ἐκ προσηκόντων Thuc. — как совсем не подобает;παρὰ τὸ προσῆκον Plat. — некстати, без надобности5) (преимущ. part.) быть в родствеπατέρες, ἀδελφοὴ καὴ ἄλλοι οἱ προσήκοντες Plat. — отцы, братья и прочие родственники;
См. также в других словарях:
SACER Ales — apud Virg. Aen. l. 11. v. 721. Quam facile Accipiter saxo sacer ales ab alto: Accipiter est Graece Ι῾έραξ; unde illi hoc nomen potius, quam a verbo ἵεςθαι, ut vult Eustathius in Od. Ο. Ι῾έραξ ἱεροῦται Η῾λίῳ Α᾿πόλλωνι διά τε τὸ ὀξὺ τῆς κινήςεως… … Hofmann J. Lexicon universale